ραφινάρισμα

ραφινάρισμα
το рафинирование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ραφινάρισμα" в других словарях:

  • ραφινάρισμα — το, Ν [ραφινάρω] καθαρισμός ουσίας από προσμίξεις και ακαθαρσίες, διύλιση, φιλτράρισμα …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • λαγάρισμα — το (Μ λαγάρισμα) [λαγαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λαγαρίζω, καθάρισμα, λαμπικάρισμα, ραφινάρισμα, απαλλαγή από κάθε ξένη ουσία …   Dictionary of Greek

  • ραφινάρω — Ν 1. (για ουσίες όπως τα έλαια, η ζάχαρη κ.ά.) καθαρίζω από προσμίξεις και ακαθαρσίες, διυλίζω, φιλτράρω 2. μτφ. εκλεπτύνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ραφιναρισμένος, η, ο α) αυτός που έχει υποστεί ραφινάρισμα, φιλτράρισμα, φιλτραρισμένος β) μτφ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»